θρηνητική

θρηνητική
θρηνητικός
inclined to lament
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θρηνητικῇ — θρηνητικός inclined to lament fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίλινος — αἴλινος, ο (Α) 1. άγρια θρηνητική κραυγή, πένθιμο τραγούδι, μοιρολόι 2. ως επίθ. αἴλινος ον θρηνητικός, γοερός 3. (ο πληθ. ουδ. ως επίρρ.) αἴλινα γοερά, λυπητερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη περί προελεύσεως τής λ. απο τη φράση «αἶ Λίνον»… …   Dictionary of Greek

  • βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κούρισμα — κούρισμα, τὸ (Μ) [κουρίζω (ΙΙ)] θρηνητική ωδή που τραγουδούσαν όσοι κούρευαν τα μαλλιά τους …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • οίμωγμα — οἴμωγμα, τὸ (Α) [οιμώζω] θρηνητική κραυγή, θρήνος, οιμωγή («πίπτει πρὸς οὖδας μυρίοις οἰμώγμασι Πενθεύς», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • οιμωγή — η (ΑΜ οἰμωγή) [οιμώζω] θρηνητική κραυγή, οδυρμός, ολοφυρμός («ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγρὰς», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • Μελεαγρίδες — Μυθολογικά πρόσωπα. Σύμφωνα με την παράδοση, επρόκειτο για γυναίκες που θρηνούσαν αδιάκοπα τον θάνατο του ήρωα Μελέαγρου. Ο θρήνος τους ήταν τόσο έντονος, ώστε οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν στα ομώνυμα πουλιά με τη θρηνητική φωνή.… …   Dictionary of Greek

  • Πικατόρος, Ιωάννης — Έλληνας ποιητής του 16ου αι. από το Ρέθυμνο της Κρήτης. Έγινε κυρίως γνωστός από το ποίημαΡίμα θρηνητική εις τον πικρόν και ακόρεστον Άδην, η αξία του οποίου έγκειται προπαντός στις δημώδεις θρησκευτικές ιδέες της εποχής που εκφράζει. Αποτελείται …   Dictionary of Greek

  • θρηνητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. κλαψιάρης, αυτός που γίνεται ή μοιάζει με θρήνο: Θρηνητική κραυγή. 2. λυπητερός, πένθιμος: Θρηνητικά άσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”